παλλακή

παλλακή
η (ΑΜ παλλακή)
η γυναίκα που συζεί με άνδρα χωρίς νόμιμο γάμο, η παλλακίδα («πολλὰς κουριδίας γυναῑκας, πολλῷ δὲ πλεῡνας παλλακάς», Ηρόδ.)
αρχ.
πιθ. νεαρή κόρη, κοπέλα, νεανίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η υπόθεση ότι πρόκειται για σημιτικό δάνειο (πρβλ. εβρ. pīlegeš «παλλακίδα») δεν είναι αποδεκτή. Το ίδιο απίθανη φαίνεται και η υπόθεση ότι η λ. είναι δάνειο από την Ιρανική (πρβλ. αβεστ. pairikā «διαβολική γυναίκα που αποπλανά με μάγια», περσ. pan). Έχει διατυπωθεί, τέλος, και η άποψη ότι η λ. συνδέεται με το πώλος «νεαρό άλογο, πουλάρι» και μτφ. «νεαρό αγόρι και κορίτσι». Το λατ. paelex (πρβλ. pallaca «παλλακίδα», Palladium, Pallas) πρέπει να είναι δάνειο από την Ελληνική, πιθ. μέσω τής Ετρουσκικής. Τα δύο -λλ- που εμφανίζουν οι ελλ. τ. οφείλονται πιθ. σε εκφραστικό διπλασιασμό. Η σύνδεση τών τ. παλλακή / παλλακίς «γυναίκα που συμβιώνει με άνδρα χωρίς γάμο», πάλλαξ «νέος στην εφηβική ηλικία» (πρβλ. παλληκάρι) και «νεαρή γυναίκα», πάλλας «νέος» και Παλλάς προσωνυμία τής Αθηνάς και «παρθένα ιέρεια» καθίσταται δυνατή υπό την προϋπόθεση ότι αρχική τους σημασία ήταν εκείνη τής νεότητας, από όπου η προσωνυμία τής Αθηνάς, η σημ. «νέος, έφηβος» και η σημ. τών παλλακή / παλλακίς, που αναφέρεται σε νέα γυναίκα και μάλιστα στις νεαρές σκλάβες που διάλεγαν οι αφέντες για ερωμένες τους παράλληλα με τις νόμιμες συζύγους τους. Οι λ. παλλακή / παλλακίς, τέλος, διακρίνονται σημασιολογικά από τις συνώνυμές τους πόρνη και ἑταίρα κατά το ότι η παλλακίδα συμβιώνει με άντρα —χωρίς όμως νόμιμο γάμο— όπως και η νόμιμη σύζυγος, και δεν συνευρίσκεται περιστασιακά μαζί του όπως οι πόρνες και οι ἑταῖρες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παλλακῇ — παλλακή young girl fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλλακή — young girl fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλλακῆι — παλλακῇ , παλλακή young girl fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Наложница —    • Παλλακή,          см. Matrimonium, Брак, 2 …   Реальный словарь классических древностей

  • παλλακαῖς — παλλακή young girl fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλλακαί — παλλακή young girl fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλλακῆς — παλλακή young girl fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλλακέων — παλλακή young girl fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλλακήν — παλλακή young girl fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλλακῶν — παλλακή young girl fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”